Αχρωματοψία είναι η διαταραχή της αντίληψης των χρωμάτων. Μπορεί να είναι κληρονομική, δηλαδή ο ασθενής να γεννηθεί με δυσκολία στην αντίληψη των χρωμάτων, ή επίκτητη, όταν προσβάλλεται η ομαλή λειτουργία του οπτικού νεύρου.
Ο ασθενής με αχρωματοψία δεν θεωρείται τυφλός αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα χρώματα, π.χ το πράσινο και το κόκκινο ή το μπλε και το κίτρινο. Η μερική αχρωματοψία, του κόκκινου-πράσινου, είναι η συχνότερη μορφή αχρωματοψίας ενώ σπανιότερη ή λιγότερο συχνή είναι η αδυναμία αντίληψης του μπλε-κίτρινου χρώματος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι λανθασμένα πιστεύουν ότι ο ασθενής με αχρωματοψία βλέπει στις αποχρώσεις του γκρι.
Τι προκαλεί την αχρωματοψία;
Η αχρωματοψία είναι μια κληρονομική κατάσταση. Αυτό το αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα οφείλεται στη μερική ή την πλήρη έλλειψη φωτοϋποδοχέων (κωνίων). Οι φωτοϋποδοχείς βρίσκονται στο πίσω μέρος του οφθαλμού και συγκεκριμένα στον αμφιβληστροειδή. Αυτοί είναι τα ραβδία και τα κωνία. Τα ραβδία είναι υπεύθυνα για την αντίληψη της φωτεινότητας ενώ τα κωνία για την αντίληψη των χρωμάτων. Ο αριθμός των κωνίων σε έναν ασθενή με αχρωματοψία θα καθορίσει και το βαθμό της αχρωματοψίας. Τα κωνία, που φυσιολογικά παρουσιάζουν μεγάλες συγκεντρώσεις στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς, περιέχουν 3 χρωστικές ουσίες που διεγείρονται με την έκθεσή τους σε φως (φωτοευαίσθητες). Αυτές είναι η κόκκινη, η πράσινη και η μπλε. Οι ασθενείς που πάσχουν από αχρωματοψία έχουν έλλειψη σε κάποια ή σε όλες τις παραπάνω φωτοευαίσθητες ουσίες ή σε κωνία που τις περιέχουν. Π.χ ένας ασθενής που δεν μπορεί να διακρίνει το πράσινο και το κόκκινο έχει μικρότερο πληθυσμό πράσινων και κόκκινων κωνίων.
Κατηγορίες αχρωματοψίας
Η αχρωματοψία μπορεί να είναι πλήρης, όταν επηρεάζονται όλα τα χρώματα, ή μερική (δυσχρωματοψία), όταν επηρεάζονται ορισμένα χρώματα. Η πρώτη είναι εξαιρετικά σπάνια και σχεδόν πάντα συνοδεύεται και από άλλες οφθαλμολογικές ανωμαλίες.
Οι ασθενείς με φυσιολογική αντίληψη όλων των χρωμάτων λέγονται τριχρωματικοί. Όταν μια από τις χρωστικές είναι σε έλλειψη, τότε οι ασθενείς λέγονται ανώμαλοι τριχρωματικοί και αποτελούν την πιο συνηθισμένη ομάδα ασθενών με αχρωματοψία.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα συνήθως γίνονται αντιληπτά από τους γονείς,όταν το παιδί δεν μπορεί να δει ή να περιγράψει σωστά ένα χρώμα. Πολλές φορές, η διάγνωση της αχρωματοψίας γίνεται από τον κλινικό οφθαλμίατρο κατά την εξέταση.
Σε σοβαρότερα κληρονομικά προβλήματα αχρωματοψίας (εξαιρετικά σπάνια), ο ασθενής βλέπει σε αποχρώσεις του γκρι (απόλυτη αχρωματοψία), παρουσιάζει συνοδό μείωση της όρασης καθώς και γρήγορες κινήσεις των οφθαλμών (νυσταγμός).
Πως γίνεται η διάγνωση της αχρωματοψίας;
Στη βασική οφθαλμολογική εξέταση που γίνεται κατά την προσχολική ηλικία, ο οφθαλμίατρος θα πρέπει να ανιχνεύσει την πιθανότητα ο μικρός ασθενής να έχει παθολογική αντίληψη χρωμάτων. Αυτό γίνεται με ειδικούς χρωματικούς πίνακες (ishiharacharts). Αυτοί οι πίνακες απεικονίζουν σχήματα ή αριθμούς που σχηματίζονται από έγχρωμες κηλίδες, τις οποίες ο τριχρωματικός (φυσιολογικός) εξεταζόμενος θα πρέπει να δει.
Θεραπεία αχρωματοψίας
Η αχρωματοψία δεν θεραπεύεται.
Η διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί θα καθορίσει την εξέλιξη του ατόμου με δυσχρωματοψία ή αχρωματοψία και θα πρέπει να είναι καταγεγραμμένη στον ιατρικό φάκελο του ασθενούς.
Αν το παιδί πάσχει, οι γονείς θα πρέπει να ενημερώσουν το σχολείο για το πρόβλημα. Πολλά από τα παιχνίδια και βοηθήματα εκπαίδευσης στη προσχολική ηλικία βασίζονται στα χρώματα. Έτσι, η εκπαίδευσή του θα πρέπει να προσαρμοστεί καταλλήλως.
Μεταγενέστερα, τα άτομα αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να εργασθούν σε δουλειές που τα χρώματα παίζουν σημαντικό ρόλο σήμανσης, όπως αεροπλοΐα, ναυσιπλοΐα, χειρισμός μηχανημάτων με κόκκινα και πράσινα κουμπιά κλπ.